- χαλκεόφωνος
- και χαλκόφωνος, -ον, Ααυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκεόφωνος — with voice of brass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεόφωνον — χαλκεόφωνος with voice of brass masc/fem acc sg χαλκεόφωνος with voice of brass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεοφώνῳ — χαλκεόφωνος with voice of brass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стентор персонаж Илиады — (Στέντωρ) имя, встречающееся лишь в Илиаде (V, 785 и след.): медноголосый боец (Χαλκεόφωνος), кто пятьдесят голосов мог один покрывать своим криком . В образе С. Гера явилась к стесненным ахейцам, которых она одушевляет могучим голосом этого… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Стентор, персонаж Илиады — (Στέντωρ) имя, встречающееся лишь в Илиаде (V, 785 и след.): медноголосый боец (Χαλκεόφωνος), кто пятьдесят голосов мог один покрывать своим криком . В образе С. Гера явилась к стесненным ахейцам, которых она одушевляет могучим голосом этого… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Stentor — Pour l’article homonyme, voir Stentor (genre). Dans la mythologie grecque, Stentor (en grec ancien Στέντωρ / Sténtôr) est le crieur de l armée des Grecs lors de la guerre de Troie. Son nom vient du verbe στένειν / sténein qui signifie … Wikipédia en Français
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] … Dictionary of Greek
χαλκοβόας — ὁ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο βόας, ταυρο βόας] … Dictionary of Greek
χαλκόφωνος — ον, Α βλ. χαλκεόφωνος … Dictionary of Greek